παρευρημένα

παρευρημένα
παρευρίσκω
discover besides
perf part mp neut nom/voc/acc pl
παρευρημένᾱ , παρευρίσκω
discover besides
perf part mp fem nom/voc/acc dual
παρευρημένᾱ , παρευρίσκω
discover besides
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρευρημένας — παρευρημένᾱς , παρευρίσκω discover besides perf part mp fem acc pl παρευρημένᾱς , παρευρίσκω discover besides perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρευρίσκομαι — ΝΜΑ, παρευρίσκω Α νεοελλ. μσν. είμαι παρών, παρίσταμαι σε ένα συγκεκριμένο γεγονός νεοελλ. (ιδίως σχετικά με συναθροίσεις ή επίσημες εκδηλώσεις) συμμετέχω, παίρνω μέρος, παρακολουθώ («παρευρέθηκε στη διάλεξη) αρχ. (το ενεργ.) παρευρίσκω επινοώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”